κεγχρεών

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρεών Medium diacritics: κεγχρεών Low diacritics: κεγχρεών Capitals: ΚΕΓΧΡΕΩΝ
Transliteration A: kenchreṓn Transliteration B: kenchreōn Transliteration C: kegchreon Beta Code: kegxrew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (κέγχρος)

   A place where iron is granulated and made mallealle, Docum. ap. D.37.26.

German (Pape)

[Seite 1410] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρεών: -ῶνος, ὁ, (κέγχρος) τὸ καθαριστήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις κέγχρος καὶ ἡ ἄμμος ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.

Greek Monolingual

κεγχρεών, ὁ (Α)
τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. -εών (πρβλ. ανθ-εών, χαλκ-εών)].

Russian (Dvoretsky)

κεγχρεών: ῶνος ὁ мастерская для дробления металлической руды Dem.