κακόσινος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A very harmful, in Sup. -ώτατος (v.l. -ώτερος) Hp.Fract.46.
German (Pape)
[Seite 1303] sehr schädlich, Hippocr.
Greek Monolingual
κακόσινος, -ον (Α)
πολύ επιβλαβής, βλαπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + σίνος «βλάβη, φθορά»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόσινος -ον [κακός, σίνομαι] zeer schadelijk.