κατωνακοφόρος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον,
A wearing the κατωνάκη, name of slaves at Sicyon, Theopomp.Hist.172.
German (Pape)
[Seite 1407] der eine κατωνάκη trägt; so hießen nach Theopomp. bei Ath. VI, 271 d die Sklaven der Sicyonier, die er mit den ἐπευνάκτοις der Spartaner vergleicht.
Greek (Liddell-Scott)
κατωνᾰκοφόρος: -ον, φορῶν τὴν κατωνάκην, ὄνομα τῶν δούλων ἐν Σικυῶνι, Θεόπομπ. Ἱστ. 195, Μοῖρις.
Greek Monolingual
-ον (Α)
(ονομ. δούλων στη Σικυώνα) αυτός που φορά κατωνάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατωνάκη + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, πυρ-φόρος.