κοιλόσταθμος

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόσταθμος Medium diacritics: κοιλόσταθμος Low diacritics: κοιλόσταθμος Capitals: ΚΟΙΛΟΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: koilóstathmos Transliteration B: koilostathmos Transliteration C: koilostathmos Beta Code: koilo/staqmos

English (LSJ)

ον,

   A with coffered ceilings, panelled, οἶκοι ib.Hg.1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους PPetr.3p.143 (iii B.C.):—Subst. κοιλό-σταθμος, ὁ, coffered ceiling, τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι IG11(2).287A96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλό-σταθμον, τό, ib.B 146.

German (Pape)

[Seite 1467] mit gewölbter Decke, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόσταθμος: -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, θολωτός, Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).

French (Bailly abrégé)

ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé, LXX Agg. 1.4.
Étymologie: κοῖλος, σταθμός.

Greek Monolingual

κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας του ξυλουργού»].