κρωβυλώδης

From LSJ
Revision as of 21:54, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρωβυλώδης Medium diacritics: κρωβυλώδης Low diacritics: κρωβυλώδης Capitals: ΚΡΩΒΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: krōbylṓdēs Transliteration B: krōbylōdēs Transliteration C: krovylodis Beta Code: krwbulw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.

German (Pape)

[Seite 1517] ες, dem Vorigen ähnlich, πλοκή Luc. Lexiph. 13.

Greek (Liddell-Scott)

κρωβῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρώβυλον, Λουκ. Λεξιφ. 13.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un toupet.
Étymologie: κρωβύλος, -ωδης.

Greek Monolingual

κρωβυλώδης, -ῶδες (Α) κρωβύλος
αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρωβυλώδης: похожий на чуб (πλοκή Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρωβυλώδης -ες [κρωβύλος] als een haarknot.