μετεωρίδιον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό,
A provisional conveyance of property, PAmh.2.136.12 (iii A.D.), POxy.117.5 (ii/iii A.D.).
Greek Monolingual
μετεωρίδι(ο)ν, τὸ (Α) μετέωρος
(για ιδιοκτησία) προσωρινή μεταβίβαση.