νύχευμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ατος, τό,
A nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.
Greek (Liddell-Scott)
νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.
Greek Monolingual
νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.
Greek Monotonic
νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νύχευμα: ατος (ῠ) τό ночное бдение, бессонная ночь Eur.
Middle Liddell
νύ˘χευμα, ατος, τό,
a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur. [from νῠχεύω]