πνευμάτιος

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτιος Medium diacritics: πνευμάτιος Low diacritics: πνευμάτιος Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΙΟΣ
Transliteration A: pneumátios Transliteration B: pneumatios Transliteration C: pnevmatios Beta Code: pneuma/tios

English (LSJ)

η, ον,

   A portending wind, σελήνη Arat.785.

German (Pape)

[Seite 640] auch zweier Endgn, windig, dem Winde ausgesetzt, Wind bringend, Arat. Dios. 53.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμάτιος: -α, -ον, ἀνεμώδης, ἄνεμον προμηνύων, Ἄρατ. 785.

Greek Monolingual

-ον, Α πνεύμα, -ατος]]
1. αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευμάτιον
α) σύντομη ζωή
β) μικρή, ελαφριά αναπνοή
γ) το ελαφρύ φούσκωμα
δ) ελαφριά αύρα.