καταβλητέον
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
(καταβάλλω)
A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e. 2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.
Greek Monotonic
καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβλητέον: adj. verb. к καταβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβλητέον adj. verb. n. van καταβάλλω, er moet gezaaid worden.