κεντροφόρος

From LSJ
Revision as of 10:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροφόρος Medium diacritics: κεντροφόρος Low diacritics: κεντροφόρος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kentrophóros Transliteration B: kentrophoros Transliteration C: kentroforos Beta Code: kentrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών.    2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244.    II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.

Greek Monolingual

-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ.κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].