μυχοίτατος
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, ἷζε μυχοίτατος
A in the farthest corner he used to sit, Od.21.146.
German (Pape)
[Seite 224] superl. zu μύχιος, παρὰ κρητῆρι ἷζε μυχοίτατος, er saß im Innersten, d. i. am weitesten vom Eingang ab, Od. 21, 146.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχοίτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, μυχοίτατος ἷζε, ἐκάθισεν ἐνδότατος εἰς τὴν ἐνδοτάτην γωνίαν, Ὀδ. Φ. 146.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui est tout au fond.
Étymologie: μυχός.
English (Autenrieth)
sup. formed from the locative of μυχός: inmost (in the men's hall), farthest away (from the rest and from the entrance), Od. 21.146†.
Greek Monolingual
μυχοίτατος, -άτη, -ον (Α)
(ανώμ. υπερθ. του μύχιος) μυχαίτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μυχός και προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο τ. τοπικής μυχοῖ.
Greek Monotonic
μῠχοίτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του μύχιος, αυτός που βρίσκεται στην εσώτατη, την πιο απομακρυσμένη γωνία, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μῠχοίτατος: [superl. locat. *μυχοῖ от μυχός самый крайний: ἷζε μ. Hom. он сидел на краю (стола), т. е. вдали от остальных.
Middle Liddell
μῠχοίτατος, η, ον [irreg. Sup. of μύχιος
in the farthest corner, Od.