προέγκειμαι
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
Pass.,
A to be laid or lie in before, τῆς -κειμένης τροφῆς Hdn.1.17.10; to be interred previously, IGRom.4.1284.31 (Thyatira).
German (Pape)
[Seite 717] (s. κεῖμαι), vorher darin liegen, Hdn. 1, 17, 23.
Greek (Liddell-Scott)
προέγκειμαι: Παθ., ἔγκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, προϋπάρχω, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.)
2. ενταφιάζομαι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»].