πολυμιγία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A mixture of many components, Plu.2.661e, S.E.M.9.6; multifarious composition, Diog.Oen.8. II confusion, Ph.1.426.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, Mischung aus vielerlei Dingen; Plut. Symp. 4, 1, 2; S. Emp. adv. phys. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mélange de plusieurs choses, confusion.
Étymologie: πολυμιγής.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολυμιγής
1. ανάμιξη διαφόρων συστατικών
2. πολυποίκιλη σύνθεση
3. σύγχυση, ανακάτεμα.
Russian (Dvoretsky)
πολυμῐγία: ἡ смешение, смесь Plut., Sext.