ἁπλοΐζομαι
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
(ἁπλοῦς)
A behave simply, deal frankly, πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18; to be simple in habits, D.C.65.7; to be reduced to simplicity, Dam.Pr.32.—Act. in same sense, Sch.Od.6.187.
German (Pape)
[Seite 293] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλοΐζομαι: ἀποθ. (ἁπλοῦς): ― φέρομαι ἁπλῶς, φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
agir simplement ou franchement.
Étymologie: ἁπλοΐς.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act. Sch.Od.6.187]
1 de pers. ser sencillo o natural πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18, cf. Sch.Od.l.c.
•abs. ser de costumbres sencillas D.C.65.7.1.
2 reducirse a una unidad πάντα Dam.Pr.32.
Greek Monolingual
ἀπλοΐζομαι (Α)
συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους.
Greek Monotonic
ἁπλοΐζομαι: αποθ. (ἁπλοῦς), συμπεριφέρομαι με παρρησία ή ειλικρίνεια, πρὸςτοὺς φίλους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁπλοΐζομαι: поступать открыто, действовать прямо (πρός τινα Xen.).