ἐμπαιδεύω
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
A lecture amongst, τισί Philostr.VS1.21.3:—Pass., to be brought up in, ἐλευθέροισι τρόποις E.Fr.413.
German (Pape)
[Seite 809] darin, dabei erziehen, τινί, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαιδεύω: παιδεύω ἐν, ἢ μεταξύ, δεομένων δὲ τῶν Κλαζομενίων τὰς μελέτας αὐτὸν οἴκοι ποιεῖσθαι καὶ προβήσεσθαι τὰς Κλαζομενὰς ἐπὶ μέγα ἡγουμένων, εἰ τοιοῦτος δὴ ἀνὴρ ἐμπαιδεύσοι σφίσιν, κτλ., ἐὰν τοιοῦτος ἀνὴρ ἤθελε διδάξῃ μεταξὺ αὐτῶν, Φιλόστρ. 516. - Παθ., ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις, ἐκπαιδεύομαι, ἀνατρέφομαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 417.
Spanish (DGE)
1 educar en en v. pas. c. dat. abstr. ἐλευθέροισιν ἐμπεπαίδευμαι τρόποις E.Fr.413, ὁ ἐμπαιδευόμενος τοῖς πειρασμοῖς el disciplinado en las tentaciones Nil.M.79.452C.
2 intr. impartir enseñanza entre c. dat. de pers. σφίσιν Philostr.VS 516.
Greek Monolingual
ἐμπαιδεύω (Α)
1. «ἐμπαιδεύω τισίν» — διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους
2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» — παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους.