τραπεζιτεύω

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζῑτεύω Medium diacritics: τραπεζιτεύω Low diacritics: τραπεζιτεύω Capitals: ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΥΩ
Transliteration A: trapeziteúō Transliteration B: trapeziteuō Transliteration C: trapeziteyo Beta Code: trapeziteu/w

English (LSJ)

   A to be engaged in banking, D.36.29, 45.32, BCH36.210 (Delos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1134] ein τραπεζίτης sein, Dem. 36, 29 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζῑτεύω: ἀσχολοῦμαι εἰς τραπεζιτικὰς ἐργασίας, Δημ. 935. 15, πρβλ. 1111. 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.

French (Bailly abrégé)

être changeur ou banquier.
Étymologie: τραπεζίτης.

Greek Monolingual

Α τραπεζίτης
ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης.

Greek Monotonic

τρᾰπεζῑτεύω: μέλ. τραπεζιτεύσω, ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζῑτεύω: заниматься меняльным делом Dem.

Middle Liddell

τρᾰπεζῑτεύω, fut. -σω
to be engaged in banking, Dem.