τεναγώδης

From LSJ
Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενᾰγώδης Medium diacritics: τεναγώδης Low diacritics: τεναγώδης Capitals: ΤΕΝΑΓΩΔΗΣ
Transliteration A: tenagṓdēs Transliteration B: tenagōdēs Transliteration C: tenagodis Beta Code: tenagw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A formed of shoal-water, standing in pools, A.R.4.1264, Plb.1.75.8,10.8.7, D.S.2.60, Jul.Or.1.39a, etc.    2 living therein, [σκορπίος] Hices. ap. Ath.7.320d.

German (Pape)

[Seite 1091] ες, flaches, seichtes Wasser habend, sumpfig; ἅλς, Ap. Rh. 4, 1264; Ἰταλίη, Ep. ad. 528 (VII, 714); καὶ βατὴ λίμνη, Pol. 10, 8, 7; – auch im Ggstz von πελάγιος, in stehendem Wasser lebend, σκορπίος, Ath. VII, 320 d.

Greek (Liddell-Scott)

τενᾰγώδης: -ες, (εἶδος) κεκαλυμμένος μὲ ἀβαθῆ, πηλώδη ὕδατα, «ῥηχός», σχηματίζων τενάγη, Λατιν. vadosus, Πολύβ. 1. 75, 8., 8, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1264, κλπ. 2) ὁ ζῶν ἐντὸς τενάγους, ἰχθὺς Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 320D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 dont les eaux sont basses ; vaseux, fangeux;
2 qui se plaît dans les eaux basses et fangeuses.
Étymologie: τέναγος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τεναγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέναγος
αυτός που σχηματίζει τενάγη, ελώδης, βαλτώδης
αρχ.
αυτός που ζει σε αβαθή και στάσιμα νερά, σε τέναγος («τῶν σκορπίων ὅ μὲν... ὅ δὲ τεναγώδης», Ικέσ.).

Greek Monotonic

τενᾰγώδης: -ες (εἶδος), καλυμμένος με αβαθή νερά, ρηχός, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τενᾰγώδης:
1) изобилующий мелкими местами, мелководный (λίμνη Polyb.);
2) болотистый (τόποι Diod.; Ἰταλίη Anth.).

Middle Liddell

τενᾰγ-ώδης, ες εἶδος
covered with shoal-water, standing in pools, Polyb.