τέναγος
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
τενάγεος, τό, shoal water, shallows, lagoon, whether in the sea or in rivers, Pi.N.3.24; ἕλεά τε καὶ τενάγεα Hdt.1.202, cf. 7.176, 8.129, Th.3.51, PPetr.2p.17 (iii B.C.), etc.; φύεται [τὰ ὄστρεα].. ἐν τοῖς τενάγεσι Arist.HA548a1.
German (Pape)
[Seite 1091] τενάγεος, τό, seichtes Wasser, flaches Wasser, seichte Stelle zum Durchwaten, vadum, sowohl im Meere, als in Flüssen; τεναγέων ῥοάς, Pind. N. 3, 24; Her. 1, 202. 8, 129; Thuc. 3, 53; αἰγιαλοῦ, Antiphil. 23 (IX, 14); Xen. An. 7, 5, 12; καὶ λίμνη, Pol. 4, 42, 6, u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ion. -τενάγος, att. τενάγους (τό) :
eau basse, bas-fond humide et vaseux.
Étymologie: τείνω.
Russian (Dvoretsky)
τένᾰγος: τενάγεος τό мелководье, мелкое место или болото Pind., Her., Thuc., Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τένᾰγος: τενάγεος, τό, ὕδατα ἀβαθῆ, «ῥηχὰ» μέρη εἴτε ἐν τῇ θαλάσσῃ εἴτε ἐν ποταμοῖς, Λατ. vadum, Πινδ. Ν. 3. 41· ἕλεά τε καὶ τ. Ἡρόδ. 1. 202, πρβλ. 7. 176., 8. 129, Θουκ. 3. 51· φύεται τὰ ὄστρεα... ἐν τοῖς τενάγεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 19.
(Πιθαν. ἐκ τῆς √ΤΕΝ, τέμνω).
English (Slater)
τένᾰγος shallows ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς (v. Barrett on Eur., Hipp. 745) (N. 3.24)
Greek Monolingual
τενάγους, το, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωλ.-οικολ.) κατηγορία υδροβιοτόπου με εμφανές στάσιμο νερό που χαρακτηρίζεται από βλάστηση αγρωστωδών και από ελάχιστα αποστραγγιζόμενα αλλά πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία εδάφη
αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ τενάγεα
αβαθή νερά σε θάλασσα ή σε ποταμό («ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τενάγεων ῥοάς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένη πιθ. κατά το αντώνυμο πέλαγος. Οι συνδέσεις της λ. τόσο με το λεττον. tigas όσο και με το λατ. stāgnum «τέλμα» δεν φαίνονται πιθανές].
Greek Monotonic
τένᾰγος: τενάγεος, τό (τείνω), αβαθή νερά, ρηχά μέρη σε θάλασσες ή ποταμούς, λιμνοθάλασσα, Λατ. vadum, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
τένᾰγος, ος, εος, τό, τείνω
shoal-water, a shoal, shallow, lagoon, Lat. vadum, Hdt., Thuc.
Frisk Etymology German
τέναγος: {ténagos}
Grammar: n.
Meaning: seichtes Wasser, seichte Stelle, Untiefe (Pi., Hdt., Th., Arist. u.a.).
Derivative: Davon τεναγώδης voll Untiefen, seicht (hell. u. sp.), -ῖτις f. ib. (AP; Redard 115), -ίζω (Str., Plu.), -όομαι (Xenokr. ap. Orib.) ‘ein τ. bilden, seicht sein’.
Etymology: Bildung wie das Oppositum πέλαγος, viell. formal davon beeinflußt. Nach Bezzenberger BB 18, 267 u.a. (s. WP. 1, 724) zu lett. tîgas (*tingas) tiefe Stelle zwischen zwei Untiefen, zwischen Sandbank und Ufer, auch das Kurische Haff (Bedenken bei Finzenhagen Die geogr. Terminologie des Griechischen [Berl. Diss. 1939] 29). Für Verbindung mit lat. stāgnum stehendes Gewässer, Lache, Teich (von W.-Hofmann s.v. abgelehnt) noch Belardi Doxa 3, 220.
Page 2,876