ποταμηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.