ποταμηδόν

From LSJ
Revision as of 13:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηδόν Medium diacritics: ποταμηδόν Low diacritics: ποταμηδόν Capitals: ΠΟΤΑΜΗΔΟΝ
Transliteration A: potamēdón Transliteration B: potamēdon Transliteration C: potamidon Beta Code: potamhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.

Middle Liddell

ποταμός
adv. like a river, Luc.