πολύϊχθυς

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊχθυς Medium diacritics: πολύϊχθυς Low diacritics: πολύϊχθυς Capitals: ΠΟΛΥΪΧΘΥΣ
Transliteration A: polýïchthys Transliteration B: poluichthys Transliteration C: polyichthys Beta Code: polu/i+xqus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ,

   A abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυ-ΐχθῠος, ον, h.Ap.417.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύ-ϊχθυς].

Greek Monotonic

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.