πολύπτωτος

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πτῶσις)

   A with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δί-πτωτος].

Russian (Dvoretsky)

πολύπτωτος: грам. многопадежный.