φιλεραστής

From LSJ
Revision as of 14:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεραστής Medium diacritics: φιλεραστής Low diacritics: φιλεραστής Capitals: ΦΙΛΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: philerastḗs Transliteration B: philerastēs Transliteration C: filerastis Beta Code: filerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fond of a lover, or fond of having lovers, Pl.Smp.192b, Arist.Rh.1371b24.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, der gern liebt, der Verliebte, der Freund von Liebschaften; καὶ παιδεραστής Plat. Conv. 192 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
enclin à l’amour.
Étymologie: φίλος, ἐράω.

Greek Monolingual

ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστήςπάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστής.

Greek Monotonic

φῐλεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φιλεραστής: οῦ ὁ влюбчивый человек Plat., Arst.

Middle Liddell

φῐλ-εραστής, οῦ, ὁ,
fond of a lover, or fond of having lovers, Plat., Arist.