τρίχαλκον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό,
A a coin worth three χαλκοῖ, Thphr.Char.10.6, IG42(1).109 iii 128 (Epid., iii B. C.), 5(1).1433.33 (Messene), Vitr.3.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχαλκον: τό, νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς χαλκοῦς, τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης τρίχαλκον Θεοφρ. Χαρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pièce de trois chalques.
Étymologie: τρεῖς, χαλκοῦς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
νόμισμα ισοδύναμο με τρία χάλκινα νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].
Greek Monotonic
τρίχαλκον: τό, νόμισμα ισοδύναμο τριών χαλκῶν, σε Θεόφρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίχαλκον -ου, τό [τρι-, χαλκός] trichalkon (muntstuk).