φιλήρετμος

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήρετμος Medium diacritics: φιλήρετμος Low diacritics: φιλήρετμος Capitals: ΦΙΛΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: philḗretmos Transliteration B: philēretmos Transliteration C: filiretmos Beta Code: filh/retmos

English (LSJ)

ον, (ἐρετμός)

   A fond of the oar, of the Phaeacians, Od. 8.96, etc.; of the Taphians, 1.181; κυδοιμός Nonn.D.39.214.

German (Pape)

[Seite 1277] ruderliebend, gern das Ruder führend, die Schifffahrt liebend; öfters in der Od., als Beiw. der Phäaken, 8, 96, auch der Taphier, 1, 181.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν κώπην, ἀγαπῶν νὰ κωπηλατῇ, ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 96, κλπ. τῶν Ταφίων. Α. 182· φιληρέτμῳ δὲ κυδομῷ Νόνν. Διονυσ. 39. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλήρετμοι· φιλόκωποι, φιλοναῦται».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la rame.
Étymologie: φίλος, ἐρετμός.

English (Autenrieth)

(ἐρετμός): fond of the oar, oar-loving. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ-ήρετμος). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῐλήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που αγαπάει το κουπί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλήρετμος: веслолюбивый, т. е. преданный мореходству (Τάφιοι, Φαίηκες Hom.).

Middle Liddell

φῐλ-ήρετμος, ον, ἐρετμός
loving the oar, Od.