ἀφαιρετικός
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for taking away, τινός A.D.Adv.165.12; χρόνος ἐλπίδος ἀ. Vett. Val.281.4; τὰ ἀ. τῶν βοηθημάτων evacuant remedies, prob. l. in Herod.Med.in Rh.Mus. 58.87. II Astrol., retrograde, of planetary motion, Ptol.Tetr. 52, etc.
German (Pape)
[Seite 406] wegnehmend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρετικός: -ή, -όν, πρὸς ἀφαίρεσιν ἐπιτήδειος, ἡ δὲ ἀφέλεια ἕξις ἀφαιρετική τῶν περιττῶν Κλήμ. Ἀλ. 286.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que quita, que priva de c. gen. στοιχείου A.D.Adu.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. Cat.Cod.Astr.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo Gr.Nyss.Eun.2.580, cf. Basil.Eunom.1.10.
2 gram. ablativo πτῶσις Dosith.392, cf. Gloss.2.252.
3 astrol. retrógrado del mov. de los astros, Ptol.Tetr.1.24.3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀφαιρετικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός ή κατάλληλος για αφαίρεση
2. το θηλ. ως ουσ. η αφαιρετική
αρχαία πτώση των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών
αρχ.-μσν.
ο αρνητικός.