ἐσχάριον
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐσχάρα : 1 pan of coals, Ar.Fr.516 (pl.). 2 stand, platform, Plb.9.41.4 (pl.), D.S. 20.91. 3 cradle for launching ships, Callix.1. 4 eschar, Archig. ap. Orib.51.42.3.
German (Pape)
[Seite 1045] τό, dim. von ἐσχάρα, Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐσχάρα: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) μέρος ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ ἐσχάριον παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται νῆες εἰς τὴν θάλασσαν, ὅθεν ἡ ἀπερίεργος γλῶσσα παραφθείρουσα, τὸ καινὸν πλοῖον ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ ναῦς) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) ἐσχάρα, ἕλκος ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχάριον· κοῖλον θυμιατήριον».
Russian (Dvoretsky)
ἐσχάριον: (ᾰ) τό1) маленькая жаровня Arph.;
2) площадка осадной башни Polyb., Diod.