ἤθημα

From LSJ
Revision as of 14:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤθημα Medium diacritics: ἤθημα Low diacritics: ήθημα Capitals: ΗΘΗΜΑ
Transliteration A: ḗthēma Transliteration B: ēthēma Transliteration C: ithima Beta Code: h)/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is sifted or strained, Dieuch. ap. Orib.4.7.26.

German (Pape)

[Seite 1156] τό, das Durchgeseihte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἤθημα: τό, τὸ διυλισμένον, Ὀρειβάσ. σ. 44 Matthaei.

Greek Monolingual

το (Α ἤθημα) ηθώ
το αποτέλεσμα του ηθώ, αυτό που έχει υποστεί διύλιση, το διυλισμένο υγρό, το στραγγισμένο υγρό.