ῥοιζώδης

From LSJ
Revision as of 14:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοιζώδης Medium diacritics: ῥοιζώδης Low diacritics: ροιζώδης Capitals: ΡΟΙΖΩΔΗΣ
Transliteration A: rhoizṓdēs Transliteration B: rhoizōdēs Transliteration C: roizodis Beta Code: r(oizw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like or with a rushing noise, of the pulse, Archig. ap. Gal.8.647; of emission of breath, Id.5.231: τὸ ῥ. rapid, whizzing motion, Plu.2.923c.

German (Pape)

[Seite 848] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die v. l. ῥιζῶδες.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοιζώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, θορυβώδης, Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου κίνησις, Πλούτ. 2. 923C.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
bruyant ; impétueux.
Étymologie: ῥοῖζος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥοῑζος
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοιζῶδες
η κίνηση που συνοδεύεται από θόρυβο, από σφύριγμα.

Russian (Dvoretsky)

ῥοιζώδης: шумящий, шумный Plut.