ὠδινολύτης

From LSJ
Revision as of 14:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠδῑνολύτης Medium diacritics: ὠδινολύτης Low diacritics: ωδινολύτης Capitals: ΩΔΙΝΟΛΥΤΗΣ
Transliteration A: ōdinolýtēs Transliteration B: ōdinolytēs Transliteration C: odinolytis Beta Code: w)dinolu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A setting free from pain, name of a kind of shell-fish, Plin.HN32.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὠδῑνολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο ἐχενηΐς, Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, -ῖνος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης].