ὑπογύπωνες
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
οἱ,
A a sort of dancers, Poll.4.104.
German (Pape)
[Seite 1213] οἱ, eine Art Tänzer, Poll. 4, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογύπωνες: οἱ, εἶδος ὀρχηστρῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 104.
Greek Monolingual
οι / ὑπογύπωνες, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. χορευτές οι οποίοι στον χορό τους παρίσταναν γέροντες
2. συνεκδ. ο ίδιος ο χορός τών χορευτών αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γύπωνες «χορευτές στη Σπάρτη»].