στρεψοδικέω

From LSJ
Revision as of 14:42, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψοδῐκέω Medium diacritics: στρεψοδικέω Low diacritics: στρεψοδικέω Capitals: ΣΤΡΕΨΟΔΙΚΕΩ
Transliteration A: strepsodikéō Transliteration B: strepsodikeō Transliteration C: strepsodikeo Beta Code: streyodike/w

English (LSJ)

   A twist or pervert the right, Ar.Nu.434.

German (Pape)

[Seite 954] das Recht verdrehen, Ar. Nub. 433.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψοδῐκέω: διαστρέφω, μεταβάλλω, τροποποιῶ τὸ ὀρθὸν, Ἀριστοφ. Νεφ. 435· καὶ στρεψοδῐκοπᾰνουργία, ἡ, πανουργία ἐν τῇ διαστοφῇ τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1468, ἴδε στρεφοδικοπανουργία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pervertir la justice.
Étymologie: στρέφω, δίκη.

Greek Monotonic

στρεψοδῐκέω: μέλ. -ήσω (δίκη), διαστρέφω το ορθό, το αληθές, το δίκαιο, μεταχειρίζομαι σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] het recht verdraaien.

Russian (Dvoretsky)

στρεψοδῐκέω: извращать правосудие: σ. ἑαυτῷ Arph. крючкотворствовать в свою пользу.

Middle Liddell

στρεψο-δῐκέω, fut. -ήσω δίκη
to twist justice, Ar.