συναφορίζω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφορίζω Medium diacritics: συναφορίζω Low diacritics: συναφορίζω Capitals: ΣΥΝΑΦΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synaphorízō Transliteration B: synaphorizō Transliteration C: synaforizo Beta Code: sunafori/zw

English (LSJ)

   A mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu.2.425b.

German (Pape)

[Seite 1006] mit od. zugleich abgrenzen, unterscheiden, Plut. def. or. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναφορίζω: συναποχωρίζω, ξεχωρίζω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Πλούτ, 2. 425Β.

French (Bailly abrégé)

délimiter ou séparer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀφορίζω.

Greek Monolingual

Α
1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον
3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συναφορίζω: одновременно отграничивать, отмежевывать (ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.).