ἀμετάβατος

From LSJ
Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάβᾰτος Medium diacritics: ἀμετάβατος Low diacritics: αμετάβατος Capitals: ΑΜΕΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: ametábatos Transliteration B: ametabatos Transliteration C: ametavatos Beta Code: a)meta/batos

English (LSJ)

ον,

   A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. -τως without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6.    2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. -τως intransitively, Sch.Ar.Pl. 158.    II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.

German (Pape)

[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: ἀ, μεταβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. -ως
1 fil. sin transición ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.