ἀπονομή

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονομή Medium diacritics: ἀπονομή Low diacritics: απονομή Capitals: ΑΠΟΝΟΜΗ
Transliteration A: aponomḗ Transliteration B: aponomē Transliteration C: aponomi Beta Code: a)ponomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀπονέμησις, distribution, assignment, τινός τινι Ph. 2.345.    2 a portion, Harp.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Abtheilung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονομή: ἡ, = ἀπονέμησις, διανομή, ἀπόδοσις, δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) μέρος, μερίς, «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ ἀπόμοιρα, ὡς μέρος τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ ἕκαστος λάβῃ τι μέρος. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας πολλάκις» Ἁρποκρ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 distribución, asignación c. gen. y dat. εἰς τὴν τῶν κατ' ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομήν Ph.2.345.
2 parte, porción prob. ref. a un tributo, Din.Fr.86, Harp., Hsch.

Greek Monolingual

η (AM ἀπονομή) απονέμω
νεοελλ.
χορήγηση, παροχή τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης
αρχ.
χορήγηση, αμοιβή.