ἐναποσκήπτω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A cause to descend, θεὸς ἐ. νόσον τισί J.AJ 2.14.6. II intr., supervene, attack, -σκηπτούσης τῆς φλεγμονῆς Cass.Pr.30, cf. Phlp.inde An.339.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσκήπτω: ἀποσκήπτω ἔν τινι, ἐνσκήπτω, ἐμπίπτω. Ὠριγέν. 3. σ. 474, Κασσ. Προβλ. 30.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer descender, precipitar ὁ θεὸς ... Αἰγυπτίοις ἐναπέσκηψε τὴν νόσον I.AI 2.313.
2 intr. sobrevenir, producirse ἐναποσκηπτούσης δὲ τῆς φλεγμονῆς Cass.Pr.30, τὸ σχῆμα τοῦ ἐναποσκήψαντος χυμοῦ Phlp.in de An.339.5, cf. Nil.Narr.5.17.
Greek Monolingual
ἐναποσκήπτω (Α)
1. εισέρχομαι ή εισβάλλω κάπου με ορμή, ενσκήπτω
2. (μτβ.) προξενώ κάτι κακό.