ἐνσχολάζω
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
A spend one's leisure in a place, Arist.Pol.1331b12: metaph., reside in, φρόνησις ἐ. ψυχῇ Ph.1.358. 2 spend time upon, θεωρήμασι Id.2.428, cf. Them. Or.2.39b: abs., theorize, in his molestiis Cic.Att.7.11.2.
German (Pape)
[Seite 853] darin, dabei verweilen, Arist. Polit. 7, 12 u. Sp.; τινί, acquiescere, Cc. Att. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσχολάζω: μέλλ. -άσω, διέρχομαι τὸν χρόνον ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 12, 7. 2) δαπανῶ χρόνον εἴς τι πρᾶγμα, τινὶ Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 11, 2, πρβλ. Θεμίστ. 39Β.
Spanish (DGE)
I 1pasar el tiempo libre ἐνσχολάζειν ... τὴν ἄνω (ἀγοράν) τίθεμεν disponemos el (ágora) alta para pasar el tiempo libre Arist.Pol.1331b12.
2 c. dat. de abstr. dedicar tiempo a τοῖς σοφίας θεωρήμασι Ph.2.428, cf. 1.180, Gr.Nyss.Eun.2.333, Chrys.M.62.151, c. dat. de pers. y compl. prep. in his molestiis ἐνσχολάζω σοι Cic.Att.7.11.2.
3 aguardar (ἔδει) μένειν ἐνσχολάσαντα μετὰ τῆς δυνάμεως Plb.9.17.1, εἰ δὲ ἐθελήσαιμι ... ἐνσχολάζειν aunque quisiera demorarme (en esta cuestión) Them.Or.2.39b, c. ac. de duración πολὺν ... χρόνον Basil.Ep.223.6.
II c. suj. de abstr., fig. residir en τῇ ψυχῇ φρόνησις Ph.1.358.
Greek Monolingual
ἐνσχολάζω (AM) σχολάζω
μσν.
περνώ ήρεμα τον καιρό μου, ησυχάζω
αρχ.
1. ζω σε έναν τόπο
2. ασχολούμαι για αρκετό καιρό με κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσχολάζω: (где-л.) проводить свободное время, отдыхать (Arst.; Polyb. - v. l. ἐνασχολέω).