ἐπιστατικός

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτικός Medium diacritics: ἐπιστατικός Low diacritics: επιστατικός Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epistatikós Transliteration B: epistatikos Transliteration C: epistatikos Beta Code: e)pistatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for government: ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη) Pl.Plt.292b, 308e; δυνάμεις ἐ. τῆς φύσεως Iamb. Myst.2.1.    2. concerning an ἐπιστάτης, γραφή Arist.Ath.59.2.    b. -κόν, τό, tax levied for the support of an ., BGU337.2 (iii A.D.); . ἱερέων PFay.42 (a) ii8 (ii A.D.).    3. careful, attentive, Syrian. in Metaph.13.6. Adv. -κῶς ib.6.6, S.E.M.7.182.    4. ἐ. πρός τι giving an impulse towards, Phld.Mus.p.84K.    5. scientific, κατάλημμα D.L.7.45.    II. steady, calm, Aët.6.8. Adv. -κῶς, gloss on ἐπισταδόν, Sch.A.R.2.84.

German (Pape)

[Seite 983] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ ἐπιστατική, sc. τέχνη, die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – feststehend, fest, κατάλημμα D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. ἑδραῖος, ἀμετακίνητος, Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐπισταδόν· ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) επιστάτης
νεοελλ.
φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους
αρχ.-μσν.
ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόν
η συστατική επιστολή
αρχ.
1. στερεός, αμετακίνητος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατική
η τέχνη να επιστατεί κανείς.
επίρρ...
ἐπιστατικῶς
αρχ.
1. σταθερά, αμετακίνητα
2. προσεκτικά, με επιμέλεια.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστᾰτικός:
1) касающийся управления, связанный с надзором (τέχνη Plat.);
2) устойчивый, прочный (κατάλημμα Diog. L.).