ὀπωρικός

From LSJ
Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρικός Medium diacritics: ὀπωρικός Low diacritics: οπωρικός Capitals: ΟΠΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: opōrikós Transliteration B: opōrikos Transliteration C: oporikos Beta Code: o)pwriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of fruit: in fem. -κή, ἡ, name of a remedy for dysentery, Plin.HN24.129.    2 = ὀπωρινός, Gp.4.1.14.

German (Pape)

[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, von Obst gemacht, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς καρπόν, Γαλην.· ὡσαύτως ὀπώριμος, Σουΐδ. 2) = ὀπωρινός, Γεωπ. 4. 1, 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀπωρικός, -ή, -όν) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπώρα
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το οπωρικό(ν)
φρούτο, εδώδιμος καρπός οπωροφόρου δένδρου
μσν.
οπωρινός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπωρική
ονομασία φαρμάκου για τη δυσεντερία.