ἀμνηστέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Dor. ἀμναστέω,
A = ἀμνημονέω, only pres., to be unmindful, forget, S.El.482 (lyr.), Arat.847:—Pass., to be forgotten, Th.1.20.
German (Pape)
[Seite 126] = ἀμνημονέω, οὐκ ἀμν. Soph. El. 473; οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. 1, 20, in Vergessenheit gerathen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνηστέω: Δωρ. ἀμναστέω, = ἀμνημονέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., εἶμαι ἐπιλήσμων, λησμονῶ, Σοφ. Ἠλ. 482, Ἄρατ. 847: ― Παθ. = λησμονοῦμαι, Θουκ. 1. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
oublier.
Étymologie: ἄμνηστος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀμναστέω S.El.482
olvidarse abs., S.l.c., c. gen. τῶν [εἰσέπει] τα E.Fr.148.13A., ὑετοῖο Arat.847
•pas. πολλὰ καὶ ἄλλα ... οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα muchas otras cosas no olvidadas por el tiempo Th.1.20.
Greek Monotonic
ἀμνηστέω: Δωρ. ἀμναστέω = ἀμνημονέω, σε Σοφ. — Παθ., είμαι λησμονημένος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμνηστέω: дор. ἀμναστέω не помнить, забывать Soph.: τὰ οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. то, что время не изгладило из памяти.