ἀναθυμίαμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A result of exhalation, Chrysipp.Stoic.2.196, cj. in Zenoib.1.35.
German (Pape)
[Seite 188] τό, aufsteigender Rauch, Rauchwer K, Weihrauch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
exhalación ἥλιον ... ἔξαμμα νοερὸν ἐκ τοῦ τῆς θαλάσσης ἀναθυμιάματος Chrysipp.Stoic.2.196, Zeno Stoic.1.35 (cj.).
Greek Monolingual
το (Α ἀναθυμίαμα) ἀναθυμιῶ
αέριο που αναδύεται από την αναθυμίαση.