ἀχρηματία
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
English (LSJ)
ἡ,
A want of money, Th.1.11, D.H.7.24, Eus.Mynd.7.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Geldmangel, Armuth, Thuc. 1. 4 u. oft bei Sp.; auch ἀχρημασία (?), s. Lob. Phryn. 507.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρηματία: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Θουκ. 1. 11, Διον. Ἁλ. 7. 24: - Ρῆμα ἀχρηματέω,Τζέτζ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’argent.
Étymologie: ἀχρήματος.
Spanish (DGE)
(ἀχρημᾰτία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Eus.Mynd.7
falta de dinero, penuria αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία Th.1.11, cf. D.H.7.24, Plu.Fab.2, D.C.73.8.4, Epit.8.26.14, Lib.Decl.1.91, οἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τῶν δὲ σπουδαίων ... ἀχρηματίην καταγνῶσι Eus.Mynd.l.c.
Greek Monolingual
η (AM ἀχρηματία) αχρήματος
έλλειψη χρημάτων.
Greek Monotonic
ἀχρημᾰτία: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρημᾰτία: ἡ недостаток средств или денег, безденежье, бедность Thuc., Plut.