ἐγχειρητής
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who undertakes, καινῶν ἔργων Ar. Av.257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.Phgn.2.39.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, der Etwas angreift, Unternehmer, Ar. Av. 258 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιχειρῶν τι, ὁ ἐπιλαμβανόμενός τινος, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 257.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui entreprend, entreprenant, aventurier.
Étymologie: ἐγχειρέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
emprendedor c. gen. καινῶν ἔργων τ' ἐ. Ar.Au.257, πράξεως Ph.2.27, cf. Adam.2.39.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγχειρητής)
νεοελλ.
χειρουργός
αρχ.
αυτός που επιχειρεί κάτι.
Greek Monotonic
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει ένα έργο, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχειρητής: οῦ ὁ зачинатель (καινῶν ἔργων Arph.).
Middle Liddell
ἐγχειρητής, οῦ, [from ἐγχειρέω
an undertaker, an adventurer, Ar.