ἐπιθοάζω

From LSJ
Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθοάζω Medium diacritics: ἐπιθοάζω Low diacritics: επιθοάζω Capitals: ΕΠΙΘΟΑΖΩ
Transliteration A: epithoázō Transliteration B: epithoazō Transliteration C: epithoazo Beta Code: e)piqoa/zw

English (LSJ)

   A sit as suppliant at an altar, τάδ' ἐπευχομένη κἀπιθοάζουσ' A.Ch.856 (οα in litura); τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθοάζω E.Med.1409; cf. θοάζω 11; but κἀπιθεάζουσ' invoking the gods, and κἀπιθεάζω shd. prob. be read.

German (Pape)

[Seite 943] daraufsitzen, an den Altären als Schutzflehender sitzen, die Götter anrufen, neben ἐπεύχομαι Aesch. Ch. 843, wie Eur. Med. 1409 ἐπιθοάζω μαρτυρούμενος δαίμονας, vielleicht ἐπιθεάζω, s. Buttmann Lezil. II S. 109 s.

French (Bailly abrégé)

être assis en suppliant auprès d’un autel.
Étymologie: ἐπί, θοάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθοάζω (Α)
κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

ἐπιθοάζω: μόνο στον ενεστ., κάθομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθοάζω: молить(ся) у алтаря (ἐπεύχεσθαι καὶ ἐ. Aesch.; θρηνεῖν καὶ ἐ. Eur.).

Middle Liddell


to sit as a suppliant at an altar, Aesch., Eur. only in pres.]