χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: ἰκριοποιός | Medium diacritics: ἰκριοποιός | Low diacritics: ικριοποιός | Capitals: ΙΚΡΙΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: ikriopoiós | Transliteration B: ikriopoios | Transliteration C: ikriopoios | Beta Code: i)kriopoio/s |
ὁ,
A maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.
ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.
ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο-ποιός, κλειδο-ποιός.