δικόρυφος

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκόρῠφος Medium diacritics: δικόρυφος Low diacritics: δικόρυφος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: dikóryphos Transliteration B: dikoryphos Transliteration C: dikoryfos Beta Code: diko/rufos

English (LSJ)

ον,

   A two-peaked, δ. πλάξ, of Parnassus, E.Ba.307; λάμπουσα πέτρα… δ. σέλας Id.Ph.227 (lyr.); κλειτύς Limen.2.    2 with two crowns, of the hair on the head, Arist.HA491b7, Poll.2.43.    3 with two tops, ἐνθέματα Gp.10.75.7.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρῠφος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορυφάς, δ. πλάξ, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 307· οὕτω, λάμπουσα πέτρα… δ. σέλας ὁ αὐτ. Φοιν. 227· πρβλ. δίλοφος. 2) ἔχων δύο κορυφὰς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῖται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν· τοῦτο δ’ ἐνίοις διπλοῦν ἐστι· γίνονται γάρ τινες δικόρυφοι οὐ τῷ ὀστῷ, ἀλλὰ τῇ τριχῶν λισσώσει Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 7, 4, Πολυδ. Β’, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κορυφή.

Spanish (DGE)

(δῐκόρῠφος) -ον
1 de dos picos, de doble cima dicho del Parnaso, E.Ba.307, Ph.227, Limen.2, δικόρυφον σῶμα del macizo del Yeni Kale en Arsameia del Ninfeo Arsameia 20 (I a.C.)
de dos puntas o salientes de la forma del sur de Italia c. las penínsulas de Apulia y de Calabria, Str.2.4.8.
2 anat. de cabeza de dos cúspides o vértices, con dos coronillas Arist.HA 491b7, Poll.2.43
de ciertas barbillas bipartitas, divididas en dos por un hoyuelo, Adam.2.23, Polem.Phgn.35 (p.372).
3 de dos puntas o retoños de esquejes Gp.10.75.7.

Greek Monolingual

-η, -ο και δίκορφος, -η, -ο (AM δικόρυφος, -ον)
1. (για βουνά και λόφους) αυτός που έχει δύο κορυφές
2. όποιος έχει δύο κορυφές, χαρακτηριστικό σχήμα από τη διεύθυνση τών τριχών στο κεφάλι.

Greek Monotonic

δῐκόρῠφος: -ον (κορυφή), αυτός που έχει δύο κορυφές, δίκορφος, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δικόρυφος:
1) двуглавый (πλάξ Eur.);
2) разделенный пробором (τρίχες Arst.).

Middle Liddell

δῐ-κόρῠφος, ον adj κορυφή
two-peaked, of Parnassus, Eur.