ζωηφόρος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωηφόρος Medium diacritics: ζωηφόρος Low diacritics: ζωηφόρος Capitals: ΖΩΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zōēphóros Transliteration B: zōēphoros Transliteration C: zoiforos Beta Code: zwhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A life-bringing, Them.Or.19.228d, Sch.Il.8.70; ζ. γραμμὴ [χειρός] line of life, in palmistry, Cat.Cod.Astr.7.238.

German (Pape)

[Seite 1142] Leben bringend, Sp., wie Themist. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ζωηφόρος: -ον, ὁ φέρων ζωήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815· -φόριος, ον, Συνέσ. Ὕμν. 3. 601.

Greek Monolingual

-ο (AM ζωηφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος
εσφ. τ. αντί ζωφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, καρπο-φόρος.