μελισσεύς

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσεύς Medium diacritics: μελισσεύς Low diacritics: μελισσεύς Capitals: ΜΕΛΙΣΣΕΥΣ
Transliteration A: melisseús Transliteration B: melisseus Transliteration C: melisseys Beta Code: melisseu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A bee-keeper, Arist.HA626a10, PMasp.147.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 124] ὁ, Bienenwärter, Bienenwirth, Arist H. A. 9, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσεύς: -έως, ὁ, μελισσουργός, μελισσοκόμος, Λατ. apiarius, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37.

Greek Monolingual

μελισσεύς, -έως, ὁ (Α)
μελισσοκόμος, μελισσουργόςδιόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].

Russian (Dvoretsky)

μελισσεύς: έως ὁ пчеловод Arst.