πολυφίλητος

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφίλητος Medium diacritics: πολυφίλητος Low diacritics: πολυφίλητος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polyphílētos Transliteration B: polyphilētos Transliteration C: polyfilitos Beta Code: polufi/lhtos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.

German (Pape)

[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφίλητος: -ον, ὁ πολὺ ἀγαπητός, ὁ λίαν πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ-φίλητος].