πολυφίλητος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.
German (Pape)
[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφίλητος: -ον, ὁ πολὺ ἀγαπητός, ὁ λίαν πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ-φίλητος].