πρόπαππος
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
English (LSJ)
ὁ,
A great-grandfather, And.2.26 codd., Lys.14.39, Pl. Ti.20e. 2 grandfather, M.Ant.1.4.
German (Pape)
[Seite 738] ὁ, der vor dem Großvater vorhergeht, Urgroßvater; Plat. Tim. 20 e; Andoc. 1, 106.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ πρόπαππος, ὡς Ἰσοκράτης· τάχα δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bisaïeul.
Étymologie: πρό, πάππος.
Greek Monolingual
ο / πρόπαππος, ΝΜΑ πάππος/πάπος]
ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.
Greek Monotonic
πρόπαππος: ὁ, ο πατέρας του παππού, σε Ρητ.
Russian (Dvoretsky)
πρόπαππος: ὁ прадед Lys., Plat., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-παππος -ου, ὁ overgrootvader.
Middle Liddell
πρόπαππος, ὁ,
a great-grandfather, Oratt.