πυριστεφής

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριστεφής Medium diacritics: πυριστεφής Low diacritics: πυριστεφής Capitals: ΠΥΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: pyristephḗs Transliteration B: pyristephēs Transliteration C: pyristefis Beta Code: puristefh/s

English (LSJ)

ές,

   A fire-wreathed or crowned, Nonn.   D8.289.

German (Pape)

[Seite 823] ές, mit Feuer gekränzt, umgeben; εὐνή, Nonn. D. 8, 289; Procl. Hymn. in Solem.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριστεφής: -ές, ὁ πυρὶ ἐστεμμένος, Νόνν. Διον. 8. 289.

Greek Monolingual

-ές, Α
περικυκλωμένος από φωτιάπυριστεφής εὐνή», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο-στεφής, χρυσο-στεφής].